- έθω
- ἔθω (Α)1. είμαι συνηθισμένος, συνηθίζω να... («κακὰ πόλλ' ἔρδεσκεν ἔθων» — διέπραττε πολλά κακά, κατά τη συνήθεια του)2. (παρακμ. και υπερσ.) φρ. «ὡς εἰῶθε», «ὥσπερ εἰώθει»* όπως συνηθίζεται3. (μτχ. παρακμ. αρσ.) ο συνήθης, ο συνηθισμένος («ἡνιόχῳ εἰωθότι» — με τον συνηθισμένο ηνίοχο)4. (μτχ. παρακμ. ουδ.) τὸ εἰωθός, τὰ εἰωθότατο συνηθισμένο, αυτά που συνηθίζονται (α. «ἐν τῷ εἰωθότι τρόπῳ» — με τον συνήθη τρόποβ. «κατὰ τὸ εἰωθὸς» ή «κατὰ τὰ εἰωθότα» — ως συνήθως, όπως συνηθίζεταιγ. «παρὰ τὸ εἰωθός», «παρὰ τὰ εἰωθότα» — αντίθετα προς ό,τι συνηθίζεται).
Dictionary of Greek. 2013.